αναστόμωση

αναστόμωση
η
το να αναστομώνει κανείς (βλ. αναστομώνω).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αναστόμωση — Στην ιατρική, α. ονομάζεται η συνένωση δύο αγγείων τα οποία αποτελούν με τον τρόπο αυτό ένα ενιαίο (τοξοειδήςα.) ή η συνένωση δύο παράλληλων αγγείων με ένα μικρότερο (εγκάρσια α.). Οι α., που είναι απαραίτητες για τις απολινώσεις, αφορούν συνήθως …   Dictionary of Greek

  • ἀναστομώσῃ — ἀναστομώσηι , ἀναστόμωσις outlet fem dat sg (epic) ἀναστομόω furnish with a mouth aor subj mid 2nd sg ἀναστομόω furnish with a mouth aor subj act 3rd sg ἀναστομόω furnish with a mouth fut ind mid 2nd sg ἀ̱ναστομώσῃ , ἀναστομόω furnish with a… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαστρεκτομή — Χειρουργική επέμβαση που αποσκοπεί στην ολική ή μερική αφαίρεση του στομαχιού. Οι δύο βασικοί τύποι γ. είναι η ολική και η ευρεία. Στην πρώτη, που επιχειρείται σε περιπτώσεις καρκίνου, αφαιρείται ολόκληρο το στομάχι, μαζί με τους γειτονικούς… …   Dictionary of Greek

  • πυλαιοκοίλος — η, ο, Ν φρ. «πυλαιοκοίλη αναστόμωση» ιατρ. η εγχειρητική αποκατάσταση επικοινωνίας μεταξύ πυλαίας και κάτω κοίλης φλέβας ως θεραπευτικού μέσου τής πυλαίας υπέρτασης. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. portocaval anastomosis (< portal… …   Dictionary of Greek

  • αναστομώνω — (Α ἀναστομῶ, όω) ανοίγω τρύπα, διανοίγω, διευρύνω άνοιγμα νεοελλ. 1. ακονίζω, τροχίζω 2. (για μέταλλα) ξαναβάφω 3. λειαίνω σωλήνα εσωτερικά 4. ιατρ. διενεργώ αναστόμωση 5. μέσ. αναστομώνομαι ανατ. συνενώνομαι, συμβάλλω αρχ. μέσ. 1. ανοίγομαι,… …   Dictionary of Greek

  • γαστρεντεροαναστόμωση — η εγχειρητική ένωση (αναστόμωση) στομάχου και εντέρου …   Dictionary of Greek

  • δωδεκαδακτυλονηστιδοστομία — η η χειρουργική αναστόμωση μεταξύ δωδεκαδακτύλου και νήστιδας* …   Dictionary of Greek

  • δωδεκαδακτυλοστομία — η η αναστόμωση τού δωδεκαδακτύλου προς το δέρμα με χειρουργική επέμβαση …   Dictionary of Greek

  • ειλεοεγκαρσιοτομία — η χειρουργική αναστόμωση τού ειλεού με το εγκάρσιο κόλο …   Dictionary of Greek

  • ειλεοειλεοστομία — η αναστόμωση δύο ελίκων τού λεπτού εντέρου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”